ἐξολοθρευτής
From LSJ
German (Pape)
[Seite 886] ὁ, der Zerstörer, Hesych.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εξολοθρεύτρια) (AM ἐξολοθρευτής) εξολοθρεύω
αυτός που εξολοθρεύει, που καταστρέφει τελείως.
[Seite 886] ὁ, der Zerstörer, Hesych.
ο (θηλ. εξολοθρεύτρια) (AM ἐξολοθρευτής) εξολοθρεύω
αυτός που εξολοθρεύει, που καταστρέφει τελείως.