έξοχος

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξοχος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας»)
2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση»)
3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)
αρχ.
αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», Πίνδ.).
επίρρ...
έξοχα (AM ἐξόχως και ἔξοδα)
α) λαμπρά, πολύ καλά
β) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστά
γ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' ἔξοχα πάντων ζήτει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. εξ-έχω με την ετεροιωμένη βαθμίδα (οχ-) του ρ. έχω].