τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
το (Α ἐπικάλυμμα) επικαλύπτω
νεοελλ.
εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα της επιφάνειας, επένδυση
αρχ.
1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)
2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα.