επιήρανος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
ἐπιήρανος, -ον (Α) επίηρα
1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.)
2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε»)
3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος»)
5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» — αυτός που προκαλεί νευρική υπερένταση.