επίηρα
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek Monolingual
ἐπίηρα φέρειν (Α)
1. φέρνω σε κάποιον αρεστά, ευπρόσδεκτα δώρα
2. (ως επίρρ.) έπίηρα
για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήρα «ευχαρίστηση, χαρά»].