Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπωαυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτι («επιρρεπής στις ηδονές»)μσν.(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός. επίρρ...επιρρεπώςμε κλίση, με διάθεση για κάτι.