επιτέρπομαι
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Greek Monolingual
(AM ἐπιτέρπομαι) τέρπομαι
μσν.
φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» — χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι
αρχ.
ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαι («ἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.).