ἐπιτέρπομαι

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτέρπομαι Medium diacritics: ἐπιτέρπομαι Low diacritics: επιτέρπομαι Capitals: ΕΠΙΤΕΡΠΟΜΑΙ
Transliteration A: epitérpomai Transliteration B: epiterpomai Transliteration C: epiterpomai Beta Code: e)pite/rpomai

English (LSJ)

Ep. Verb (also in later Prose, Agath.3.21), rejoice or delight in, ἄλλος ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Od.14.228, cf. Hes.Th.158; ἵπποις Pi.O.5.22; ἀγαθοῖς Thgn.1218; ἐπιτέρπεσθαι θυμόν h.Ap.204; Δήλῳ ἐ. ἦτορ ib. 146: c. inf., AP9.766 (Agath.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτέρπομαι: (тж. ἐ. θυμόν HH) наслаждаться (τινι HH, Hes., Pind., Plut. и ποιεῖν τι Anth.): ἄλλος ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις погов. Hom. у всякого свой вкус.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτέρπομαι: Παθ., Ἐπικ. ῥῆμα, τέρπομαι ἐπί τινι, ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Ὀδ. Ξ. 228, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 166, Ἡσ. Θεογ. 158, Πινδ. Ο. 5. 51, Θέογν. 1218· ἐπιτέρπεσθαι θυμὸν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 204· Δήλῳ ἐπ. ἦτορ αὐτόθι 146· μετ’ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 9. 766.

English (Autenrieth)

take pleasure in, Od. 14.228†.

English (Slater)

ἐπῐτέρπομαι delight in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22)

Greek Monolingual

(AM ἐπιτέρπομαι) τέρπομαι
μσν.
φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» — χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι
αρχ.
ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαιἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπιτέρπομαι: Παθ., χαίρομαι ή αγαλλιάζω, ευχαριστιέμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Middle Liddell

Pass. to rejoice or delight in a thing, c. dat., Od., Hes.