ἐποχλεύς
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
έως, ὁ,
A brake, sprag, = τροχοπέδη, prob. f.l. for ἐποχεύς, Simarist. ap. Ath.3.99c.
German (Pape)
[Seite 1011] ὁ, der Hemmschuh am Wagen, Ath. III, 99 c, wo Casaub. der Bdtg wegen ἐποχεύς vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχλεύς: έως, ὁ, = τροχοπέδη, δηλ. τὸ ὄργανον δι’ οὗ κωλύουσι τὸν τροχὸν νὰ στρέφηται εἰς κατάντεις τόπους, Σιμάριστος παρ’ Ἀθην. 99C, ἔνθα ὁ Casaub. διορθοῖ ἐποχεύς, καὶ τὴν διόρθωσιν ταύτην παρεδέξατο ὁ Meineke.
Greek Monolingual
ἐποχλεύς, ὁ (Μ)
ο εποχέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένο τ. του επ-οχεύς (< επέχω)].