πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
ἐριόξυλον, τὸ (Α)το φυτό του βαμβακιού, η βαμβακιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + ξύλον.