Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
ἐρίδωρος, -ον (Α)αυτός που φέρει άφθονα, πλούσια δώρα («ἐρίδωρος ὀπώρη», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + δώρον].