ερπετοειδής
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
-ές
αυτός που μοιάζει με ερπετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].