ερυθρόχρυσος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που σε άλλα μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα χρυσός, ο χρυσοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρυσός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].