ετεροθαλής

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροθαλής, -ές)
(για αδέλφια) νεοελλ. από τον ίδιο πατέρα και από άλλη μητέρα ή από την ίδια μητέρα και από άλλο πατέρα
αρχ.-μσν.
από τον ίδιο πατέρα και από άλλη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -θαλής < θάλλω)].