ετεροθαλής
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
-ές (ΑΜ ἑτεροθαλής, -ές)
(για αδέλφια) νεοελλ. από τον ίδιο πατέρα και από άλλη μητέρα ή από την ίδια μητέρα και από άλλο πατέρα
αρχ.-μσν.
από τον ίδιο πατέρα και από άλλη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -θαλής < θάλλω)].