οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
εὐκίων, -ονος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραίους κίονες («εὐκίονες ἦσαν αὐλαὶ θεῶν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κίων «κολόνα»].