εφυαλώνω
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
επιχρίω μετάλλινα ή πήλινα σκεύη με υαλώδες επίχρισμα, σμαλτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑαλώνω (< ὕαλος) διάφορο του εμ-φιαλ-ώνω (< φιάλη)].