Ζηνοποσειδών
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
Ζηνοποσειδῶν, δωρ. τ. Ζανοποτειδάν, ό (Α)
θεότητα που λατρευόταν στην Καρία και συγκέντρωνε γνωρίσματα και ιδιότητες του Διός και του Ποσειδώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. του Ζευς, + Ποσειδών].