Ποσειδών

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

ο / Ποσειδῶν, ΝΜΑ, και Ποσειδώνας Ν, Ποσειδάων και Ποσειδέων και Ποσείδαν και Ποσειδάν και Ποτειδάν και ΠοτειδάFων και Ποτειδάων και Ποτιδᾱς ή Ποτειδᾱς και λακων. τ. Ποhοιδᾱν και αρκαδικός τ. Ποσοιδᾱν, Α
(κατά την ελλ. μυθ.) ο θεός της θάλασσας και του υγρού στοιχείου, γενικότερα, γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Διός και του Πλούτωνος
νεοελλ.
ονομασία ενός από τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο όγδοος σε απόσταση από τον Ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Θεωνύμιο αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει πολλές μορφές στις διάφορες διαλέκτους. Αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο δωρ. τ. Ποτειδάων (πρβλ. Μαχάων) ενώ ο κορινθ. τ. ΠοτειδάFων πρέπει να είναι δευτερογενής, πιθ. αναλογικός προς τον αμάρτυρο τ. ΠαιᾱFων (< Παιάν), αφού στη Μυκηναϊκή δεν μαρτυρείται τ. με δίγαμα. Οι μορφές του τύπου Ποτοιδάν / Ποσοιδάν (απ' όπου το λακων. Ποhοιδάν) παραμένουν δυσερμήνευτες. Αντίθετα ο τ. Ποσιδήϊος (πρβλ. Νηληϊος), με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- που μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. posĭdaijo) εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα του Ποτειδάων. Οι τ. Ποτειδᾶς / Ποτιδᾶς, αν δεν προέρχονται από συναίρεση αμάρτυρου τ. Ποτειδᾶσας (> Ποτειδᾱhᾱς > Ποτειδᾶς), θα μπορούσαν να θεωρηθούν τ. της καθομιλουμένης σχηματισμένοι κατά τα παρωνύμια σε -ᾶς. Την υπόθεση αυτή ενισχύει η χρήση του τ. Ποτειδᾶς από τους κωμικούς ποιητές. Οι τ., τέλος, Ποσειδών/ Ποσειδάν είναι προϊόντα συναίρεσης (πρβλ. Ἑρμάων, -άν, -έας, -ῆς), ενώ το -σ- στους τ. αυτούς είναι πιθανότατα προϊόν αναλογικής επίδρασης από τον τ. Ποσιδήϊος. Όσον αφορά στην ετυμολογία του θεωνυμίου, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες η επικρατέστερη είναι ότι πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από την κλητική προσφώνηση «Ποτει Δᾶς», όπου ο τ. ποτει είναι αμάρτυρος τ. κλητικής της λ. πόσις «κύριος σύζυγος», ενώ ο τ. Δᾶς αρχαϊκό όνομα της γης (πρβλ. δᾶ και Δήμητηρ). Παρ' όλα αυτά, η ύπαρξη της κλητικής ποτει παραμένει αβέβαιη και υποθετική. Έχει προταθεί, τέλος, η παραγωγή του τ. < ποταμός + οἶδμα και < πόντος + δαῆναι (< άχρηστο ενεστ. δάω «ερευνώ, εξετάζω, γνωρίζω»), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό δάνειο].