ζυγοδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει ζυγό, αριθμό, άρτιο αριθμό δακτύλων, ο αρτιοδάκτυλος
2. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυγοδάκτυλα
τα πτηνά που έχουν το μεγάλο εξωτερικό δάκτυλο κάθε ποδιού στραμμένο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ζυγός + δάκτυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Θεόδ. Ορφανίδη].