ζυγοδάκτυλος

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει ζυγό, αριθμό, άρτιο αριθμό δακτύλων, ο αρτιοδάκτυλος
2. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυγοδάκτυλα
τα πτηνά που έχουν το μεγάλο εξωτερικό δάκτυλο κάθε ποδιού στραμμένο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ζυγός + δάκτυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Θεόδ. Ορφανίδη].