ζωοτοκώ

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

(Α ζωοτοκῶ, -έω) ζωοτόκος
είμαι ζωοτόκος, γεννώ ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. ωοτοκώ
αρχ.
1. παρέχω ζωή, προικίζω με ζωή
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) τὰ ζωοτοκοῡντα
τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα τέκνα τους
3. παθ. ζωοτοκοῡμαι, -έομαι
γεννιέμαι ζωντανός.