ζωοτόκος
From LSJ
English (LSJ)
ον, opp. ᾠοτόκος, Arist.HA 489a34, al., Ph. 1.502; [βόες] bringing forth live calves, Theoc. 25.125.
life-giving, Nonn. D. 26.191, al.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν τὰ τέκνα του ζῶντα, ἀντίθ. ᾠοτόκος, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ. Θεόκρ. 25. 125, κτλ.
Greek Monolingual
-ο (Α ζωοτόκος, -ον)
αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα («τὰ μὲν ζωοτόκα, τὰ δὲ ᾠοτόκα», Αριστοτ.)
αρχ.
ζωοδότης, ζωοπάροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την κοινή σημ. < ζω(ο)- (ΙΙ), ενώ με την αρχ. < ζω(ο)- (Ι) + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενοτόκος, πρωτοτόκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωοτόκος -ον [ζωός, τίκτω] levendbarend.