ζυγόδεσμος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

German (Pape)

[Seite 1140] ὁ, der Jochriemen, mit dem das Joch an der Deichsel festgebunden wird, Il. 24, 270; Arr. An. 2, 3, 11; vgl. Poll. 1, 146.

Greek Monolingual

ο (Α ζυγόδεσμος)
το ζυγόδεσμο
αρχ.
μτφ. ο δεσμός της αμαρτίας.