ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ἡλότυπος, -ον (Α)ο τρυπημένος με καρφιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + -τυπος (< τύπος με την αρχική σημ. «κοίλο αποτύπωμα»).