ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
και λιογέννητος, -η, -ο (Μ ἡλιογέννητος, -ον)ο γεννημένος από τον ήλιο, ωραίος σαν τον ήλιο («κοράσιον ἡλιογέννητον», Λίβ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + γεννητός (< γεννώ)].