ήθηση

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

η (Α ἤθησις) ηθώ
η ενέργεια του ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα
αρχ.
(για πέτρες)
1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.)
2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος.