πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ἡμιπέπειρος, -ον (Α)ήμιπέπανος, μισοώριμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέπειρος < πέπειρα, θηλ. του πέπων «ώριμος», με αντίστροφη παραγωγή].