ημίχωστος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
-η, -ο (Α ἡμίχωστος, -ον)
χωσμένος κατά το ήμισυ, μισοχωσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -χωστος (< χώννυ-μι), πρβλ. πολύ-χωστος, τυμβό-χωστος].