ημίχωστος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-η, -ο (Α ἡμίχωστος, -ον)
χωσμένος κατά το ήμισυ, μισοχωσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -χωστος (< χώννυ-μι), πρβλ. πολύχωστος, τυμβόχωστος].