ἡμίχωστος
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
ἡμίχωστον, (χώννυμι) = Lat. semirutus, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1171] halb zugedämmt (?).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίχωστος: -ον, (χώννυμι), κατὰ τὸ ἥμισυ κεχωσμένος, κατηδαφισμένος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίχωστος, -ον)
χωσμένος κατά το ήμισυ, μισοχωσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -χωστος (< χώννυ-μι), πρβλ. πολύχωστος, τυμβόχωστος].