Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
ἠπιόδωρος, -ον (Α)αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. ά-δωρος].