θαλασσόπλους
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
θαλασσόπλους, -ουν και -οος, -ον (Α)
αυτός που διαπλέει τη θάλασσα, ο ποντοπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + πλους].