ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)
ἰπνεύω ή -ομαι (Α) ιπνός1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον κλίβανο, στον φούρνο2. παθ. ἰπνεύομαι(κατὰ τον Ησύχ.) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο».