ιπνοπλάθος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
ἰπνοπλάθος, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται σε κλίβανο ή σε κάμινο, ο κεραμέας, ο τσουκαλάς, ο κοροπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο-πλάθος, πηλο-πλάθος].