πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
ἰπῶ, -όω (Α) ίπος
1. (ιδίως σε εγχειρήσεις) καταπιέζω, συνθλίβω, συμπιέζω
2. παθ. ἰποῡμαι, -όομαι
πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» — συνθλιβόμενος, πιεζόμενος κάτω από τις ρίζες της Αίτνας, Αισχύλ.).