μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof
ἰσοκέλευθος, -ον (Α)1. αυτός που πορεύεται στον ίδιο δρόμο με άλλον2. μτφ. κοινός, συνήθης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + κέλευθος «δρόμος»].