ίσχνανση

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

η (Μ ἴσχνανσις) ισχναίνω
νεοελλ.
φυσιολογική ελάττωση του λίπους που είναι αποθηκευμένο στο σώμα τών ανθρώπων ή τών ζώων
μσν.
εκλέπτυνση.