ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ἰχθυόβρωτος, -ον (Α)αυτός που έχει φαγωθεί από τα ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + βρωτός (< βιβρώοκω «τρώγω»)].