Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
ἰσχνουργής, -ές (Α)λεπτοδουλεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν-ουργής, μεγαλ-ουργής].