καλαμίτιδα

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

ἡ (Α καλαμῑτις)
νεοελλ.
1. ναυτ. ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας
2. χημ. ονομασία του μαγνητικού οξειδίου του σιδήρου
αρχ.
είδος ακρίδας, η καλαμαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη].