Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
see κακός.
κακώτερος, -έρα, -ον (Α)αλλ. τ. του κακίων.