κανδαλιστής
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A acrobat, Delph.3(1).226 (sed leg. σκανδ-).
Greek Monolingual
κανδαλιστής, ὁ (Α)
επιγρ. ακροβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. του σκανδαλιστής (< σκανδαλίζω)].