πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
-ή, -ό καμπουριάζωαυτός που περπατά σκυφτός, καμπουριασμένος. επίρρ...καμπουριαστάμε καμπουριαστό τρόπο, σκυφτά, κυρτωμένα, λυγισμένα.