καματηφόρος
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
German (Pape)
[Seite 1316] Mühsal bringend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰτηφόρος: -ον, ἐπιφέρων κάματον, κόπον, Ἱππόλυτ. 797Β.
Greek Monolingual
καματηφόρος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει κάματο, κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -φόρος (< φέρω), κατά το πρότυπο τών θανατη-φόρος, λαμπαδη-φόρος, τών οποίων το -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].