καματηφόρος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

German (Pape)

[Seite 1316] Mühsal bringend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰτηφόρος: -ον, ἐπιφέρων κάματον, κόπον, Ἱππόλυτ. 797Β.

Greek Monolingual

καματηφόρος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει κάματο, κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -φόρος (< φέρω), κατά το πρότυπο τών θανατη-φόρος, λαμπαδη-φόρος, τών οποίων το -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].