καπηλευτής

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

German (Pape)

[Seite 1322] ὁ, = κάπηλος?

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπηλευτής: -οῦ, ὁ, = κάπηλος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α καπηλευτής) καπηλεύω
νεοελλ.
αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλές ιδέες ή αισθήματα για δικό του όφελος
αρχ.
κάπηλος, ιδιοκτήτης μικρού καταστήματος.