καρκινικός

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

-ή, -ο
1. ιατρ. αυτός που ανήκει στον καρκίνο ή σχετίζεται με τον καρκίνο («καρκινικά κύτταρα»)
2. φρ. φιλολ. «καρκινικός στίχος» — στίχος ο οποίος μπορεί να διαβαστεί είτε κανονικά είτε από το τέλος προς την αρχή διατηρώντας το ίδιο νόημα.