καπνοκοπτήριο
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Greek Monolingual
και καπνοκοφτήριο, το
εργοστάσιο κοπής φύλλων καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτήριο (πρβλ. καφεκοπτήριο). Η λ., στον λόγιο τ. καπνοκοπτήριον, μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (έναρξη εκδόσεως 1833)].