Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
το
το να καταβρέχει κάποιος, το να μουσκεύει κάτι ολοκληρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθανάσιο Σακελλάριο].