κατάβρεγμα

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

το
το να καταβρέχει κάποιος, το να μουσκεύει κάτι ολοκληρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθανάσιο Σακελλάριο].