καταμάχησις
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
[μᾰ], εως, ἡ,
A subduing, conquest, Gloss.
Greek Monolingual
καταμάχησις, ἡ (Α) καταμάχομαι
καταπολέμηση.